ἐξαλείψεις

ἐξαλείψεις
ἐξάλειψις
whitewashing
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐξάλειψις
whitewashing
fem nom/acc pl (attic)
ἐξαλείφω
plaster
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξαλείφω
plaster
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεματιάζω — και δεματίζω [δεμάτι] 1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.») 2. φρ. α) «δεματιάζω τ αβγά» κοπιάζω άδικα β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”